ῥιπαῖς

ῥιπαῖς
ῥῑπαῖς , ῥιπή
swing
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • κλονώ — (AM κλονῶ, έω) [κλόνος] ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ. β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.) αρχ. 1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ… …   Dictionary of Greek

  • ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …   Dictionary of Greek

  • ωκύπλανος — ον, Α αυτός που περιπλανάται γρήγορα («ταῑς ὠκυπλάνοις πτερύγων ῥιπαῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. πολύ πλανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”